-
1 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
2 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
3 ящик
το κιβώτι/ο, το κουτί, το κύτιο, разг. η κούταукладывать товар в - и τοποθετώ/βάζω το εμπόρευμα σε - αвоздушный (спасательной шлюпки) - αέρος, ο θάλαμος αέροςканатный - мор. см. цепной -кингстонный мор. - θαλάσσηςотливной мор. - εξαγωγήςпочтовый - (домашний для получения почты или на улице для отправления писем) το γραμματοκιβώτιοраспределительный эл. - διανομήςцепной - το φρεάτιο αλύσεως, разг. το στρίτσιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ящик
-
4 высокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ και -со/ко, -соки/ και -со/ки; выше; высший κ. высочайший.1. (υ)ψηλός, υψιτενής•высокий дом ψηλό σπίτι•
высокий рост μεγάλο ανάστημα•
-ая гора ψηλό βουνό•
высокий потолок ψηλή οροφή•
-ое дерево ψηλό δέντρο.
2. μεγάλος•высокий урожай μεγάλη σοδειά•
-ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•
-ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•
-ое давление μεγάλη πίεση•
-ая температура υψηλή θερμοκρασία.
3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•-ая оценка υψηλή εκτίμηση•
товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.
4. πολύ μεγάλος•-ая честь μεγάλη τιμή•
высокий пост μεγάλο πόστο•
-ое звание υψηλός τίτλος•
-ая награда μεγάλο βραβείο•
высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).
5. πανηγυρικός•высокий стиль υψηλό ύφος.
6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.εκφρ.высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•- ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον). -
5 менять
ρ.δ.μ.1. αλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλάζω•менять товар на товар ανταλλάσσω εμπόρευμα με εμπόρευμα ή είδος με είδος.
2. χαλνώ, τσακίζω, κάνω ψιλά, λιανά, λιανώματα (για χρήματα).3. αλλάζω, αντικαθιστώ με άλλο•-бель αλλάζω τα εσώρουχα;
4. μεταβάλλω, αλλοιώνω•менять голос αλλάζω τη φωνή•
менять внешность αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση•
менять убеждения αλλάζω πεποθήσεις•
менять религию αλλαξοπιστώ•
-мнение αλλάζω γνώμη.
αλλάζω• μεταβάλλομαι•давай менять авторучками έλα αλλάξουμε τους στύλους•
часовые -ются οι σκοποί αλλάζουν•
моды -ются οι μόδες αλλάζουν•
характер -ется ο χαρακτήρας αλλάζει;
εκφρ.менять в лице – αλλάζω στην όψη, στο πρόσωπς. -
6 в
κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•
товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•
уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•
живу в Афинах ζω στην Αθήνα•
подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•
учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•
уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•
он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.
2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•
сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.
3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•одеться в шубу φορώ τη γούνα•
4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•
длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.
5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•
в один день (μέσα) σε μια μέρα•
в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•
приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•
разница в годах διαφορά στα χρόνια.
|| προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.6. δείχνει πολλαπλάσιο•в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.
7. χάριν, για, στο, στα•сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.
8. δείχνει ομοιότητα•мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.
9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•
в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.
10. δείχνει τη σειρά• κατά•во-первых (κατά) πρώτον•
в-третьих (κατά) τρίτον•
в-шестых έκτον.
-
7 принять
приму, примешь, παρλθ. χρ. принял-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -оρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•
принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.
|| πιάνω, συλλαμβάνω•бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.
2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.
|| αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•
принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.
|| δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•
принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•
принять предложение δέχομαι την πρόταση.
3. προσλαμβάνω•принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.
4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•
принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•
принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.
|| περιλαβαίνω•врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.
5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•принять радио ακούω ράδιο•
выстрел ακούω πυροβολισμό.
6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•принять смерть πεθαίνω•
принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).
7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.
8. αποκτώ•лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.
9. καταπίνω•принять таблетки παίρνω χαπάκια•
принять лекарство παίρνω φάρμακο.
10. κάνω•принять ванну παίρνω το λουτρό•
принять душ κάνω ντους•
принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.
11. εκλαμβάνω, θεωρώ•принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•
принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•
принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.
12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.
14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•
прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.
εκφρ.принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•принять присягу – ορκίζομαι•принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•принять меры – παίρνω μέτρα•принять за правило – παίρνω για κανόνα•так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.
|| αρχίζω•принять читать αρχίζω το διάβασμα.
2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.
|| (για εμβολιασμό) πιάνω•прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.
-
8 шубный
επ.1. της γούνας•шубный рукав το μανίκι της γούνας.
|| για γούνα•-ая овчина προ-βειά για γούνα.
2. με καλό τρίχωμα• μαλλιαρός•-ые овцы μαλλιαρά πρόβατα.
|| γουναρικός, γούνινος•-ые изделия τα γουναρικά (είδη)•
шубный товар εμπόρευμα γουναρικών.
εκφρ.-ое овцеводство. – προβατοκομία για γουναρικά. -
9 выкинуть
ρ.σ.μ.1. βλ. выкидать.2. βγάζω, κινώ προς τα μπρος, προβάλλω.(ναυτ.) σηκώνω, υψώνω•-ли красный флаг о помощи σήκωσαν κόκκινη σημαία για βοήθεια.
3. αναδίδω, βγάζω, πετώ, ρίχνω (φύτρα, βλαστούς κ.τ.τ.) εκφύω.4. (απλ.) αποβάλλω, κάνω αποβολή, το ρίχνω.5. βγάζω για πούλημα•выкинуть товар на рынок ρίχνω εμπόρευμα στην αγορά.
6. χαριεντολογώ, καλαμπουρίζω, αστειολογώ.εκφρ.выкинуть из головы, из сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι., την καρδιά τη μνήμη (ξεχνώ, λησμονώ).(απλ.) ρίχνομαι, πετάγομαι, πηδώ έξω•сумашедший -лся из окна ο τρελλός ρίχτηκε από το παραθύρι.
|| ξεπετιέμαι•-лся столб дыма ξεπετάχτηκε στήλη καπνού.
|| (απρόσ.) λαχαίνω, πέφτει ο κλήρος, ο λαχνός. -
10 лицо
-а, πλθ. лица ουδ.1. πρόσωπο•черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•
круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•
угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•
раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•
выражение -а έκφραση του προσώπου.
2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.
3. άτομο, άνθρωπος•соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•
историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•
официальное лицо επίσημο πρόσωπο.
|| φυσιογνωμία•романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.
4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.
|| πρόσοψη κτιρίου.5. (γραμμ.) το πρόσωπο•глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.
εκφρ.в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•в - – στο πρόσωπο•от -а – εξ ονόματος, από μέρους•перед -ом – μπροστά, ενώπιον•- ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•- ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•- а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•- ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω. -
11 недоступный
επ., βρ: -пен, -пна, -пно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) απρόσιτος απρόσβατος απλησίαστος, απροσέγγιστος δυσπρόσιτος•он -ен αυτός είναι απρόσιτος•
-ая скала απρόσιτος βράχος•
недоступный человек δυσπρόσιτος άνθρωπος•
это для меня -о αυτό για μένα είναι ακατόρθωτο.
|| δυσαπόκτητος, δυσεύρητος•недоступный товар δυσαπόκτητο εμπόρευμα.
2. δυσνόητος, δυ-σκατάληπτος, όύσληπτος•это -о моему пониманию αυτό για μένα είναι ακαταλαβίστικο.
-
12 пушной
επ.1. γουναρικός, της γούνας•пушной товар εμπόρευμα γουνών (γουναρικών).
2. (για θηράματα) για γούνα. -
13 развозной
επ.μεταφορικός, για μεταφορά, μεταφερόμενος•развозной товар μεταφερόμενο εμπόρευμα (για πούλημα).
-
14 комиссия
коми́сси||яж ἡ ἐπιτροπή:избирательная \комиссия ἡ ἐκλογική ἐπιτροπή· \комиссия партийного контроля ἡ ἐπιτροπή κομματικοδ ἐλέγχου· ревизионная \комиссия ἡ ἐξεταστική ἐπιτροπή· ◊ брать товар на \комиссияю παίρνω ἐμπόρευμα γιά πούλημα ἐπί προμήθεια. -
15 бросовый
επ.(απλ.) άχρηστος, κακής ποιότητας, για πέταγμα•бросовый товар άχρηστο εμπόρευμα.
εκφρ.- ые земли – παρατημένη (άγονη) γη•- ая цена – υποτίμηση, τιμή κάτω της αξίας•бросовый экспорт – το ντάμπινγκ. -
16 продажный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. πωλούμενος, για πούλημα•продажный дом σπίτι που πουλιέται•
этот товар не продажный αυτό το εμπόρευμα δεν πουλιέται.
|| της πώλησης•-ая цена τιμή πώλησης.
|| μτφ. πουλημένος•-ая женщина πουλημένη γυναίκα.
2. μίσθαρνος, ξαγορασμένος, αργυρώνητος•продажный человек πουλημένος άνθρωπος•
-ая душа πουλημένη ψυχή•
-ая шкура πουλημένο τομάρι•
-ая пресса πουλημένος τύπος•
убийца πουλημένος φονιάς.
-
17 расхожий
-ая, -ееεπ.1. κοινής χρήσης, καθημερινός•-ая посуда αγγεία καθημερινής χρήσης•
-ая одежда καθημερινή ενδυμασία.
2. των εξόδων, των δαπανών•-ие деньги χρήματα για έξοδα.
|| παλ. συνηθισμένος, απλός•-ие люди απλοί άνθρωποι.
|| καταναλώσιμος•расхожий товар καταναλώσιμο εμπόρευμα.